δεν ξέρω να

  • 11Romaïque — Grec moderne Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …

    Wikipédia en Français

  • 12λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …

    Dictionary of Greek

  • 13για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …

    Dictionary of Greek

  • 14μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 15προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 16Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …

    Deutsch Wikipedia

  • 17Neugriechische Phonologie — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …

    Deutsch Wikipedia

  • 18αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 19γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …

    Dictionary of Greek

  • 20γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …

    Dictionary of Greek