δεν καταλαβαίνω

  • 1καταλαβαίνω — (Α καταλαμβάνω, Μ καταλαβαίνω) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («κάνει πως δεν καταλαβαίνει» νεοελλ. φρ. α) «τού δωσα και κατάλαβε» i) τόν τιμώρησα, τόν εκδικήθηκα ii) έκανα κάτι κατά κόρον β) «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» γι αυτούς που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 2καταλαβαίνω — κατάλαβα 1. αντιλαμβάνομαι κάτι, εννοώ: Κατάλαβες τι είπε; 2. η φράση «του δωκα και κατάλαβε» σημαίνει ότι τον έκαμα να εννοήσει ότι δεν μπορεί να μας γελάσει, τον τιμώρησα, τον εξευτέλισα κ.ά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν …

    Dictionary of Greek

  • 4κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 5στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 6κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …

    Dictionary of Greek

  • 7αδηλώ — (I) ἀδηλῶ ( έω) (Α) [ἄδηλος] 1. βρίσκομαι σε άγνοια, δεν καταλαβαίνω 2. παθ. είμαι σκοτεινός ή ασαφής 3. δεν εμφανίζομαι, λείπω, απουσιάζω. (II) ἀδηλῶ ( όω) (Α) [ἄδηλος] (μτβ.) κάνω κάποιον αφανή, αόρατο (αμτβ.) γίνομαι αφανής, αόρατος …

    Dictionary of Greek

  • 8ακαταληπτώ — ἀκαταληπτῶ ( έω) (Α) [ἀκατάληπτος] δεν καταλαβαίνω, δεν εννοώ …

    Dictionary of Greek

  • 9παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη …

    Dictionary of Greek

  • 10σκοπιμότητα — η 1. το να εξυπηρετεί κάτι κάποιο σκοπό: Δεν καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα των πράξεών του. 2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση: Από σκοπιμότητα δεν πήρε μέρος στη συνεδρίαση. 3. το να κάνει κάποιος κάτι ή να παραλείπει κάτι προς εξυπηρέτηση κάποιου… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)