δεν καταλαβαίνω
41χώρια — ΝΜ επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά νεοελλ. 1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα») 2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους β) «χώρια τα τσανάκια μας» ζούμε ή εργαζόμαστε ή,… …
42αντιλαμβάνομαι — λήφθηκα, εννοώ, καταλαβαίνω: Δεν αντιλήφθηκα καλά τι μου είπες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43εννοώ — εννόησα, εννοήθηκα, μτβ. 1. έχω στο νου μου, σκέφτομαι, διαλογίζομαι: Εννόησέ το καλά αυτό που άκουσες. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εμβαθύνω σε κάτι: Δεν είναι εύκολο να εννοήσουμε τη θεωρία της σχετικότητας. 3. αντιλαμβάνομαι τις… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44παρακολουθώ — παρακολούθησα, παρακολουθήθηκα 1. ακολουθώ κάποιον, παίρνω από κοντά κάποιον: Καθημερινά, μόλις βγω από το σπίτι, με παρακολουθεί κάποιος ως το γραφείο μου. 2. μελετώ, εξετάζω, ενημερώνομαι: Παρακολουθώ τη σύγχρονη λογοτεχνική κίνηση. 3. ακούω,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45ταχυγλωσσία — η 1. ταχύτητα ή ευχέρεια ομιλίας. 2. διαταραχή της ομιλίας, όπου λόγω ταχύτητας της γλώσσας οι λέξεις προφέρονται κομμένες και καταντούν ακατάληπτες: Απ την ταχυγλωσσία του δεν τον καταλαβαίνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)