δεν κάνει ούτε

  • 61πατάνη — η, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια αρχ. είδος ρηχού πιάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, χο άνη, σκαπ άνη) και συνδέεται …

    Dictionary of Greek

  • 62παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 63Πετρώνιος ο Κριτής, Τίτος — (Titus Petronius Arbiter). Λατίνος συγγραφέας (1ος αι. μ.Χ.) που έζησε στην εποχή του Νέρωνα και υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 66 όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία του Πίσωνα. Τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, τις αντλούμε από ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 64Τιεντσίν — Πόλη (5.460.000 κάτ.) της Κίνας, 110 χλμ. ΝΑ του Πεκίνου, πρωτεύουσα του ομώνυμου δήμου (4.000 τ. χλμ.). Σημαντικός σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος, η πόλη βρίσκεται σε πεδιάδα στις όχθες του Χάι Xo, ο οποίος εδώ δέχεται διάφορους παραποτάμους:… …

    Dictionary of Greek

  • 65ζήτω — επιφών. (προστ. του ζω) 1. να ζήσει: Ζήτω το έθνος. 2. ζήτω, το πληθ. τα ζήτω ζητωκραυγή: Δονήθηκε η ατμόσφαιρα από τα ζήτω, μόλις εμφανίστηκε ο αρχηγός τους. 3. φρ., «Ούτε για ζήτω δεν κάνει», δεν έχει καμιά αξία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 66ζήτω — (AM ζήτω) ας ζήσει, ας ζήσουν νεοελλ. (επιφώνημα επιδοκιμασίας) 1. εύγε, μπράβο 2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» είναι ανάξιος λόγου 3. ως ουσ. το ζήτω η ζητωκραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. ζή τω,… …

    Dictionary of Greek

  • 67Ετεοκλής και Πολυνείκης — Μυθολογικά πρόσωπα. Δίδυμοι γιοι του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Κατά τον μύθο –που έγινε πασίγνωστος με την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις– το μίσος χώρισε τα δύο αδέλφια, γιατί ο Ε. αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του, όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 68Παπαδόπουλος, Φίλιππος — (Βάρνα Βουλγαρίας 1852 – Αθήνα 1918). Θεολόγος. Σπούδασε στη Ριζάρειο και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία. Δίδαξε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης (1880 88) και αργότερα στη Ριζάρειο. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 69Σάξων ο Γραμματικός — (Saxo Gramma licus). Δανός ιστορικός (; 1150 περίπου ; μετά το 1216). Εκκλησιαστικός στην υπηρεσία του επίσκοπου Άμπσαλον, επιφορτίστηκε απ’ αυτόν να γράψει μια ιστορία της Δανίας. Η Ιστορία των Δανών (Gesta Danorum) είναι γραμμένη σε μια πομπώδη …

    Dictionary of Greek

  • 70παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)