δεν κάνει (να)

  • 1κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 2Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …

    Dictionary of Greek

  • 3εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …

    Dictionary of Greek

  • 4κάνω — και κάμνω έκανα και έκαμα, καμώθηκα, καμωμένος και κανωμένος, η, ο,1. εκτελώ, φτιάνω, κατασκευάζω: Έκανε καλό σπίτι. 2. προβαίνω σε κάτι, διαπράττω: Να κάνεις το καθήκον σου. 3. προσποιούμαι: Μη μας κάνεις τον ανήξερο. 4. αξίζω, κοστίζω: Πόσο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5ακαλοσύνευτος — η, ο [καλοσυνεύω] 1. ο χωρίς καλοσύνη, χωρίς αγαθότητα 2. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες, δεν κάνει το καλό 3. που δεν φέρνει ευχαρίστηση «θάρθει και μέρα ακαλοσύνευτη» 4. (καιρός) που δεν βελτιώνεται, δεν γαληνεύει …

    Dictionary of Greek

  • 6αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… …

    Dictionary of Greek

  • 7αλάθευτος — αλάθευτος, η, ο και αλάθητος, η, ο 1. αυτός που δεν κάνει λάθη: Καυχιόταν πως ήταν κυνηγός αλάθευτος. 2. αυτός που δεν πέφτει σε αμαρτίες: Παραδεχόταν πως ως άνθρωπος δεν ήταν αλάθητος. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλάθητο η ιδιότητα να μην κάνει… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 8άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …

    Dictionary of Greek

  • 9πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 10άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek