δεν κάνει (να)
61ξεχαρβάλωτος — η, ο ξεχαρβαλωμένος, εξαρθρωμένος: Το αυτοκίνητο είναι ξεχαρβάλωτο και δεν κάνει για ταξίδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
62οδοστρωτήρας — ο 1. μηχάνημα με βαρύ κύλινδρο για το πάτημα του δρόμου. 2. μτφ., ενέργεια που δεν κάνει διακρίσεις ή τις απαραίτητες και δίκαιες εξαιρέσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
63παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
64ράσο — το (λ. λατ.), εξωτερικό ένδυμα των κληρικών και των καλογήρων· «Το ράσο δεν κάνει τον παπά» (παροιμ. φράση), άλλο εξωτερική εμφάνιση κι άλλο πραγματική αξία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65ρόζος — ο 1. όζος, κόμπος σε ξύλο: Αυτό το ξύλο έχει ρόζους και δεν κάνει για τη δουλειά μας. 2. κάλος στα πόδια ή στα χέρια: Τα χέρια του έκαναν ρόζους από την τσάπα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66τρεμουλιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που πάσχει από τρεμούλιασμα των άκρων, τρεμάμενος: Τρεμουλιάρης γέρος. 2. αυτός που εύκολα τον πιάνει ανατριχίλα: Είναι τρεμουλιάρα, όταν βλέπει ποντικό. 3. πολύ δειλός: Δεν κάνει για πολεμιστής· είναι τρεμουλιάρης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67υποχώρηση — η 1. το να υποχωρεί κανείς, η οπισθοχώρηση, το πισωδρόμισμα: Άτακτη υποχώρηση του στρατού. 2. καθίζηση, κατολίσθηση: Υποχώρηση του εδάφους. 3. περιορισμός αξιώσεων, συγκατάβαση, συμβιβαστικότητα: Στις διαπραγματεύσεις δεν κάνει υποχώρηση καμιά… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68φρόνιμος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει φρόνηση, συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος. 2. αυτός που έχει χρηστά ήθη, σεμνός: Φρόνιμο κορίτσι. 3. (για παιδιά), πειθαρχικός, ήσυχος, που δεν κάνει αταξίες: Να είσαι φρόνιμο αγοράκι όσο θα λείπω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
69χοντροδουλειά — η 1. βαριά δουλειά: Η γυναίκα αυτή δεν κάνει για χοντροδουλειές. 2. κακότεχνη εργασία: Τα έπιπλα αυτά δείχνουν χοντροδουλειά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
70Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …