δεν κάνει (να)
51Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …
52Πετρώνιος ο Κριτής, Τίτος — (Titus Petronius Arbiter). Λατίνος συγγραφέας (1ος αι. μ.Χ.) που έζησε στην εποχή του Νέρωνα και υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 66 όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία του Πίσωνα. Τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, τις αντλούμε από ένα… …
53Σάξων ο Γραμματικός — (Saxo Gramma licus). Δανός ιστορικός (; 1150 περίπου ; μετά το 1216). Εκκλησιαστικός στην υπηρεσία του επίσκοπου Άμπσαλον, επιφορτίστηκε απ’ αυτόν να γράψει μια ιστορία της Δανίας. Η Ιστορία των Δανών (Gesta Danorum) είναι γραμμένη σε μια πομπώδη …
54υδρόχοιρος ή καπυμπάρα — (hydrochoerus ή capybara). Είδος θηλαστικών της οικογένειας των Καβιιδών, της τάξης των τρωκτικών. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα τρωκτικά και φτάνει το μέγεθος του γουρουνιού (1,20 μ. περίπου) και σε βάρος τα 50 70 κιλά. Μορφολογικά μοιάζει με… …
55αδιαφόρετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε δίνει διάφορο, κέρδος: Αυτός τίποτε δεν κάνει αδιαφόρετα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56αζάρωτος — η, ο αυτός που δε ζαρώνει, δεν κάνει δίπλες: Το μεταξωτό ύφασμα μένει πάντα αζάρωτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57ακαλοσύνευτος — η, ο 1. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες: Ήταν άνθρωπος σκληρόκαρδος, ακαλοσύνευτος. 2. (για τον καιρό), αυτός που εξακολουθητικά είναι κακός: Όλος ο Μάρτης πέρασε ακαλοσύνευτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58ασαράντιστος — ασαράντιστος, η, ο και ασαράντιγος, η, ο 1. (για νεκρούς), αυτός που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από το θάνατό του: Ο άντρας της ασαράντιστος κι εκείνη πάει εδώ κι εκεί. 2. (για λεχώνα), αυτή που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από τον τοκετό: Δεν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59γυφτιά — η 1. ακαταστασία και έλλειψη καθαριότητας. 2. μτφ., τσιγκουνιά: Από τη γυφτιά του δεν κάνει ποτέ δώρα στα παιδιά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60εξαίρεση — η 1. εξαγωγή, απόσπαση, αφαίρεση: Εξαίρεση καλοήθους όγκου. 2. απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο, ειδική περίπτωση, ιδιοτυπία: Ξεχωρίζει από το σόι του, είναι εξαίρεση. 3. διάκριση, ξεχώρισμα, προτίμηση: Δεν κάνει εξαιρέσεις. 4.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)