δεν κάνει (να)

  • 41αφάνταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε φαντάζει, δεν κάνει εντύπωση: Το σπίτι εξωτερικά είναι αφάνταχτο. 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο μετριόφρονας (αντίθ. φαντασμένος): Μ όλα τα πλούτη που απόχτησε έμεινε άνθρωπος αφάνταχτος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 42ζήτω — επιφών. (προστ. του ζω) 1. να ζήσει: Ζήτω το έθνος. 2. ζήτω, το πληθ. τα ζήτω ζητωκραυγή: Δονήθηκε η ατμόσφαιρα από τα ζήτω, μόλις εμφανίστηκε ο αρχηγός τους. 3. φρ., «Ούτε για ζήτω δεν κάνει», δεν έχει καμιά αξία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 43αγονοποιός — ἀγονοποιός, όν (Α) αυτός που δεν κάνει παιδιά, απογόνους, στείρος, άκαρπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγονος + ποιῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 44ακακοποιός — ἀκακοποιός, όν (Α) αυτός που δεν κάνει κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκακος + ποιὸς < ποιῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 45απροσωπόληπτος — η, ο (AM ἀπροσωπόληπτος, ον) [προσωποληπτώ] αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος …

    Dictionary of Greek

  • 46ζήτω — (AM ζήτω) ας ζήσει, ας ζήσουν νεοελλ. (επιφώνημα επιδοκιμασίας) 1. εύγε, μπράβο 2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» είναι ανάξιος λόγου 3. ως ουσ. το ζήτω η ζητωκραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. ζή τω,… …

    Dictionary of Greek

  • 47ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …

    Dictionary of Greek

  • 48νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… …

    Dictionary of Greek

  • 49τεμενάς — ο, Ν 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση τού δεξιού χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα και το μέτωπο 2. στον πληθ. οι τεμενάδες (κατ επέκτ.) εκδήλωση δουλικής υποταγής («αυτός δεν κάνει τεμενάδες σε κανέναν»). [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 50αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …

    Dictionary of Greek