δεν κάνει (να)

  • 31φάλτσο — το (λ. ιταλ.) 1. παρατονία, παραφωνία: Τραγουδάει με φάλτσο δεν κάνει για χορωδία. 2. μτφ., λάθος, σφάλμα: Κάνει ακόμη φάλτσα στην οδήγηση του αυτοκινήτου. 3. (για ποδόσφαιρο), φαλτσάρισμα (βλ. λ.): Σούταρε με φάλτσο κι έβαλε γκολ. 4. στον πληθ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 32αλάνθαστος — η, ο [λανθάνω] 1. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάθευτος, άσφαλτος, σωστός 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αλάθητος, αναμάρτητος …

    Dictionary of Greek

  • 33ανήσκιος — α, ο [ήσκιος] αυτός που δεν κάνει, δεν έχει σκιά …

    Dictionary of Greek

  • 34απαζάρευτος — η, ο 1. αυτός που δόθηκε χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγματεύσεις για μείωση της τιμής 2. αυτός που δεν κάνει παζάρια, δεν δέχεται διαπραγματεύσεις …

    Dictionary of Greek

  • 35απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 36απρόκοπος — κ. κοφτος, η, ο (AM ἀπρόκοπος, ον) όποιος δεν έχει προκοπή, δεν κάνει προόδους νεοελλ. 1. οκνηρός 2. ανάγωγος 3. δύστροπος …

    Dictionary of Greek

  • 37ξεσκουντώ — άω 1. σπρώχνω κάποιον για να τόν αναγκάσω να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση 2. κουνώ κάποιον για να ξυπνήσει ή να συνέλθει («ξεσκούντα τον να ξυπνήσει») 3. μτφ. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να αναλάβει ένα έργο ή να εντείνει την προσπάθεια του («αν… …

    Dictionary of Greek

  • 38ράσο — το / ῥάσον, ΝΜΑ μακρύ, πλατύ μαύρο ένδυμα κληρικών και μοναχών νεοελλ. 1. συνεκδ. ο κλήρος, το σύνολο τών κληρικών και μοναχών 2. παροιμ. «το ράσο δεν κάνει τον παπά» η εξωτερική εμφάνιση ή η επίσημη ανακήρυξη δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 39χαλούμι — Είδος τυριού που κατασκευάζεται στην Κύπρο. Γίνεται από γάλα και για τη ζύμωση χρησιμοποιείται πυτιά χοίρου. Όταν πήξει, κόβεται σε τετράγωνα κομμάτια τα οποία διπλώνονται στα δυο έτσι ώστε να γίνουν τρίγωνα. Φυλάσσεται μέσα σε μικρά πήλινα… …

    Dictionary of Greek

  • 40χοντροσύνη — η, Ν 1. η ιδιότητα τού χοντρού 2. μτφ. βαναυσότητα, χυδαιότητα 3. παροιμ. φρ. «η πολλή χοντροσύνη δεν κάνει αγιοσύνη» δηλώνει ότι η υποδούλωση στις γαστριμαργικές ορέξεις δεν οδηγεί στην αγιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. σύνη*] …

    Dictionary of Greek