δεν θα ξαναπατήσω το

  • 1ξαναπατώ — άω 1. (μτβ.) πατώ ξανά 2. πηγαίνω ξανά κάπου («δεν θα ξαναπατήσω στο σπίτι του») 3. φρ. «δεν τήν ξαναπατάω» δεν ξαναπέφτω στο ίδιο λάθος, δεν επαναλαμβάνω το ίδιο λάθος …

    Dictionary of Greek

  • 2κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …

    Dictionary of Greek