δελέαστρον
1δελέαστρον — δελέαστρον, το (Α) [δελεάζω] η δελεάστρα …
2δελέαστρα — δελέαστρον neut nom/voc/acc pl …
3δελαστρεύς — δελαστρεύς, ο (Α) αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δελέαστρον, αντί *δελεαστρεύς, για μετρικούς λόγους] …