δελφῶν

  • 1Δελφῶν — Δελφοί Delphi masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Δελφών, δήμος — Δήμος (3.511 κάτ.) του νομού Φωκίδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και την πρώην κοινότητα Χρισσού, η οποία καταργήθηκε. Έδρα του δήμου ορίστηκαν οι Δελφοί …

    Dictionary of Greek

  • 3Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …

    Dictionary of Greek

  • 4Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …

    Dictionary of Greek

  • 5Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 7Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 8δελφός — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος …

    Dictionary of Greek

  • 9μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… …

    Dictionary of Greek