δελεασμάτιον
1δελεασμάτιον — δελεασμάτιον, το (Α) [δελεάζω] μικρό δόλωμα …
2δελεασματίοισι — δελεασμάτιον neut dat pl (epic ionic aeolic) …
1δελεασμάτιον — δελεασμάτιον, το (Α) [δελεάζω] μικρό δόλωμα …
2δελεασματίοισι — δελεασμάτιον neut dat pl (epic ionic aeolic) …