δελεάζω
91ἐδελέασεν — δελεάζω entice aor ind act 3rd sg …
92δελεάσαι — δελεά̱σᾱͅ , δελεάζω entice fut part act fem dat sg (doric) δελεάζω entice aor inf act δελεάσαῑ , δελεάζω entice aor opt act 3rd sg …
93δελεάσας — δελεά̱σᾱς , δελεάζω entice fut part act fem acc pl (doric) δελεά̱σᾱς , δελεάζω entice fut part act fem gen sg (doric) δελεάσᾱς , δελεάζω entice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
94δελεάσηι — δελεάσῃ , δελεάζω entice aor subj mid 2nd sg δελεάσῃ , δελεάζω entice aor subj act 3rd sg δελεάσῃ , δελεάζω entice fut ind mid 2nd sg …
95ἐνδελεάσας — ἐνδελεά̱σᾱς , ἐν δελεάζω entice fut part act fem acc pl (doric) ἐνδελεά̱σᾱς , ἐν δελεάζω entice fut part act fem gen sg (doric) ἐνδελεάσᾱς , ἐν δελεάζω entice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
96δελεαζούσας — δελεαζούσᾱς , δελεάζω entice pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) δελεαζούσᾱς , δελεάζω entice pres part act fem gen sg (doric) …
97ἐπιδεδελεασμένας — ἐπιδεδελεασμένᾱς , ἐπί δελεάζω entice perf part mp fem acc pl ἐπιδεδελεασμένᾱς , ἐπί δελεάζω entice perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
98αγκιστρεύω — ἀγκιστρεύω (Α) 1. ψαρεύω με αγκίστρι 2. δελεάζω, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρο. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεία, ἀγκιστρευτικός] …
99αδελέαστος — η, ο [δελεάζω] 1. αυτός που δεν δελεάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δελεαστεί, να παρασυρθεί από υποσχέσεις ή θέλγητρα, απαθής, ασυγκίνητος 2. δίκαιος, αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, αδέκαστος …
100αναπείθω — (Α ἀναπείθω) μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου, τόν μεταπείθω αρχ. 1. πείθω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. παρασύρω, δελεάζω, δωροδοκώ …