δελεάζω
121πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …
122προσελκύω — Ν 1. έλκω προς το μέρος μου, τραβώ προς εμένα 2. φέρνω προς εμένα, φέρνω με το μέρος μου, δελεάζω, γοητεύω («προσελκύω οπαδούς») 3. παρασύρω, συγκεντρώνω αποσπώ («ο γλαφυρός του λόγος προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων τών παρεβρισκομένων») …
123υπολιχνεύω — Α [ὑπόλιχνος] διεγείρω την επιθυμία κάποιου, τόν δελεάζω …
124γυαλίζω — γυάλισα, γυαλίστηκα, γυαλισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι λείο, λουστράρω, βερνικώνω: Γυάλισα το πάτωμα. 2. αμτβ., λάμπω, ακτινοβολώ: Γυαλίζουν τα μάτια της μόλις βλέπει κοσμήματα. 3. μτφ., δελεάζω κάποιον με χρήματα: Αν του γυαλίσεις κάτι, θα σου πει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125μπουκώνω — μπούκωσα, μπουκώθηκα, μπουκωμένος 1. γεμίζω το στόμα τροφή: Μπούκωσα με τόσο φαγητό. 2. μτφ., δωροδοκώ, εξαγοράζω, δελεάζω κάποιον με χρήματα για να πετύχω αθέμιτο σκοπό: Μπούκωσε το φύλακα για να τον ελευθερώσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126δελεάσασα — δελεάσᾱσα , δελεάζω entice aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
127δελεάσασαι — δελεάσᾱσαι , δελεάζω entice aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …
128δελεάσασαν — δελεάσᾱσαν , δελεάζω entice aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …