δελεάζω

  • 111κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …

    Dictionary of Greek

  • 112μαγγανεύω — (Α μαγγανεύω) [μάγγανο]. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά …

    Dictionary of Greek

  • 113νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… …

    Dictionary of Greek

  • 114νοθισμοί — νοθισμοί, οί (Α) θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο νοθίζω, μεταπλασμένο τ. τού νοθεύω στη σημ. «πλανεύω, δελεάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 115οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν …

    Dictionary of Greek

  • 116παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] …

    Dictionary of Greek

  • 117παλεύω — (I) και παλαίβω 1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τόν νικήσω 2. επιδίδομαι στο αγώνισμα τής πάλης 3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.) 4. (κατ… …

    Dictionary of Greek

  • 118παραπατώ — (I) άω, Α [απατώ] εξαπατώ, αποπλανώ, δελεάζω. (II) άω [πατώ] 1. πατώ αλλού από εκεί που πρέπει, στραβοπατώ («παραπάτησε και στραμπούληξε το πόδι του») 2. κλονίζομαι κατά το βάδισμα, τρικλίζω 3. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ …

    Dictionary of Greek

  • 119παρασαίνω — Α προσελκύω, δελεάζω, πλανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σαίνω «κολακεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 120πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …

    Dictionary of Greek