1δελήτιον — δελήτιον, το (Α) μικρό δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δέλεαρ* με συναίρεση τού εα σε η] …
Dictionary of Greek
2δελήτιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3δελητίῳ — δελήτιον neut dat sg …