δεκ
31στοιχηγορώ — έω, Α διηγούμαι κατά κανονική τάξη και σειρά, στοιχηδόν («οὐδ ἄν εἰ δέκ ἤματα στοιχηγοροίην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ηγορῶ)] …
32τετρακοσαριά — η, Ν (πάντοτε με τη λέξη καμιά) άθροισμα περίπου τετρακοσίων («ήταν καμιά τετρακοσαριά άτομα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακόσ ια + κατάλ. αριά (πρβλ. δεκ αριά, σαραντ αριά)] …
33τρακοσαριά — και τριακοσαριά η, Ν (συν. στη φρ.) «καμιά τρακοσαριά» περίπου τριακόσιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρ(ι)ακόσιοι / τρ(ι)ακόσοι + κατάλ. αριά (πρβλ. δεκ αριά)] …
34τριέμβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία έμβολα 2. φρ. «στύομαι τριέμβολον» έχω μεγάλη σεξουαλική ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. δεκ έμβολος] …
35φυλάκτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ φύλακας, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλάσσω + κατάλ. τωρ (βλ. λ. τηρ), πρβλ. δέκ τωρ] …
36χιλιάρα — η, Ν 1. (παλαιότερα) φιάλη που χωρούσε χίλια δράμια 2. μοτοσυκλέτα χιλίων κυβικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα, πεντ άρα)] …
37ψήκτρα — η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, ίδος, Α εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως τού τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί νεοελλ. 1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα 2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα,… …
38ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… …
39Πότσνταμ — (Potsdam). Πόλη της Γερμανίας, στον ποταμό Χάφελ, κοντά στο Βερολίνο. Ενδιαφέρον απέκτησε όταν έγινε έδρα του μεγάλου εκλέκτορα Φρειδερίκου Γουλιέλμου και γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της επί Φρειδερίκου του Μεγάλου. Σήμερα είναι βιομηχανική πόλη… …