δεκ

  • 11δεκοχτούρα — και δεκαοχτούρα, η κοινή ονομασία τού πτηνού περιστερά η αιγυπτιακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκ(α)οχτώ + (κατάλ.) ούρα κατά παρετυμολογία αντί τού γκου γκουχτούρα, ηχομιμητική λ. από τη φωνή τού αντίστοιχου πουλιού] …

    Dictionary of Greek

  • 12δοκάζω — (Α) 1. παρατηρώ 2. περιμένω. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τα σε –άζω από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δεκ τού δέχομαι*, όπως εξάλλου και το δοκώ*] …

    Dictionary of Greek

  • 13δοκεύω — (Α) 1. παρατηρώ, παραφυλάω 2. κοιτάζω, βλέπω 3. αναμένω, περιμένω («ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύω», Άρατος) 4. επιζητώ, επιδιώκω 5. σκέπτομαι 6. νομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δοκεύω, όπως και τα δοκάω, δοκάζω, δοκώ, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής… …

    Dictionary of Greek

  • 14εφτακοσαριά — η [εφτακόσιοι] φρ. «καμιά εφτακοσαριά» σύνολο επτακοσίων περίπου μονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτακόσ(ι)α + κατάλ. αριά* (πρβλ. δεκ αριά, εικοσ αριά)] …

    Dictionary of Greek

  • 15κένταρχος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 46 κάτ.) της Σερίφου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου του νομού Κυκλάδων. * * * κένταρχος, ὁ (Μ) (Μ) (στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες,… …

    Dictionary of Greek

  • 16μυριάμφορος — μυριάμφορος, ον (Α) μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ. β. «μυριάμφορον μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)… …

    Dictionary of Greek

  • 17μυριάρουρος — μυριάρουρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δέκα χιλιάδες αρούρας, τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἄρουρα «γη μέτρο επιφανείας» (πρβλ. δεκ άρουρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 18νήκτης — νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α) 1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής 2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. της (πρβλ. δέκ της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 19νήκτωρ — νήκτωρ, ὁ (Α) ο κολυμβητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ τού νήχω «κολυμπώ» + επίθημα τωρ (πρβλ. δέκ τωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 20νηκτήρ — νηκτήρ, ὁ (Α) νήκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ τού νήχω «κολυμπώ» + επίθημα τήρ (πρβλ. δεκ τήρ)] …

    Dictionary of Greek