δεκᾰ-πλοῦς

  • 1δεκαπλός — ή, ό (AM δεκαπλοῡς, η, ουν) ο δεκαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλους* (για το β συνθετικό πρβλ. α πλούς, τρι πλούς)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 3ευθυπλοΐα — η (Α εὐθύπλοια) [ευθύπλους] ο κατ ευθείαν πλους, η πλεύση σε ευθεία γραμμή («αἱ τοῡ Τάγου ἐκβολαὶ πλησίον, ἐφ᾿ ἅς εὐθυπλοίᾳ... στάδιοι δ εἰσὶ δέκα», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 4τοσαπλούς — ή, oῡν, Μ ο τοσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλους (βλ. λ. πλος). Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα επτα , δεκα ] …

    Dictionary of Greek