δεκάτευσις
1δεκάτευσις — decimation fem nom sg …
2δεκατεύσει — δεκάτευσις decimation fem nom/voc/acc dual (attic epic) δεκατεύσεϊ , δεκάτευσις decimation fem dat sg (epic) δεκάτευσις decimation fem dat sg (attic ionic) δεκατεύω exact tithe from aor subj act 3rd sg (epic) δεκατεύω exact tithe from fut ind mid …
3δεκατεύσεις — δεκάτευσις decimation fem nom/voc pl (attic epic) δεκάτευσις decimation fem nom/acc pl (attic) δεκατεύω exact tithe from aor subj act 2nd sg (epic) δεκατεύω exact tithe from fut ind act 2nd sg …
4δεκάτευση — η (AM δεκάτευσις) [δεκατεύω] νεοελλ. ο καθορισμός τού φόρου τής δεκάτης* αρχ. 1. ο αποδεκατισμός 2. στρατιωτική ποινή σε στασιαστές ή λιποτάκτες τού ρωμαϊκού στρατού σύμφωνα με την οποία όριζαν με κλήρο και εκτελούσαν έναν από κάθε δεκάδα …
5δεκατεία — η (Α δεκατεία) [δεκατεύω] η δεκάτευσις νεοελλ. η υπηρεσία τού δεκατιστή* …
6δεκατεύσεως — δεκατεύσεω̆ς , δεκάτευσις decimation fem gen sg (attic) …