δεκατη-φόρος
1δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… …
2φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …
3δεκάτη — η φόρος που αντιστοιχεί στο ένα δέκατο των εισοδημάτων: Στο παρελθόν, το κράτος εισέπραττε τη δεκάτη του λαδιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δεκατηφόρος — και (δωρ. τ.) δεκαταφόρος, ο (Α) 1. αυτός που καταβάλλει τη δεκάτη 2. (ως επίθ. τού Απόλλωνος στα Μέγαρα) εκείνος στον οποίο προσφέρεται η δεκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + φόρος < φέρω]· …
5αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …
6Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …
7δεκατιά — η (Μ δεκατία) [δεκάτη] ο φόρος τής δεκάτης, η δεκάτη νεοελλ. 1. ο αποδεκατισμός 2. διπλό φασκέλωμα, μούτζες και με τα δέκα δάχτυλα μσν. 1. η προσφορά στον Θεό τού ενός δεκάτου τής παραγωγής 2. παραχώρηση σε άρχοντα, καταβολή ως φόρου ή πληρωμής… …
8ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих …
9έκτη — η (Α ἕκτη) νεοελλ. μουσ. α) το μεταξύ έξι φθόγγων τής μουσικής κλίμακας διάστημα, π.χ. ντο λα, ρε σι κ.λπ. β) έκτης συγχορδία η πρώτη αναστροφή τρίφωνης συγχορδίας αρχ. (το θηλ. τού έκτος ως ουσ.) 1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα ίσο με το έκτο τού… …
10εκφόριον — ἐκφόριον, το (AM) ό,τι παράγει η γη, καρπός αρχ. 1. φορολογία τής εγγείου παραγωγής, συνήθ. δεκάτη* 2. φόρος στη γεωργική παραγωγή που καταβαλλόταν σε είδος …
- 1
- 2