δεκατεύω
31δεκατεύσεις — δεκάτευσις decimation fem nom/voc pl (attic epic) δεκάτευσις decimation fem nom/acc pl (attic) δεκατεύω exact tithe from aor subj act 2nd sg (epic) δεκατεύω exact tithe from fut ind act 2nd sg …
32ἐπιδεκατεύει — ἐπί δεκατεύω exact tithe from pres ind mp 2nd sg ἐπί δεκατεύω exact tithe from pres ind act 3rd sg …
33αδεκάτευτος — ἀδεκάτευτος, ον (Α) [δεκατεύω] αυτός που δεν υπόκειται στον φόρο τής δεκάτης*, ο αφορολόγητος …
34δεκάτευμα — και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) [δεκατεύω] η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού …
35δεκάτευση — η (AM δεκάτευσις) [δεκατεύω] νεοελλ. ο καθορισμός τού φόρου τής δεκάτης* αρχ. 1. ο αποδεκατισμός 2. στρατιωτική ποινή σε στασιαστές ή λιποτάκτες τού ρωμαϊκού στρατού σύμφωνα με την οποία όριζαν με κλήρο και εκτελούσαν έναν από κάθε δεκάδα …
36δεκατεία — η (Α δεκατεία) [δεκατεύω] η δεκάτευσις νεοελλ. η υπηρεσία τού δεκατιστή* …
37δεκατευτήριον — δεκατευτήριον, το (Α) [δεκατεύω] γραφείο για τη συλλογή ή είσπραξη τής δεκάτης …
38δεκατευτής — ο (AM δεκατευτής) [δεκατεύω] αυτός που εισπράττει τη δεκάτη, ο δεκατιστής νεοελλ. ο οικονομικός υπάλληλος που όριζε τον φόρο τής δεκάτης γεωργικών προϊόντων …
39δεκατεύωσ' — δεκατεύωσι , δεκατεύω exact tithe from pres subj act 3rd pl …
40ἐπιδεκατευομένη — ἐπί δεκατεύω exact tithe from pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …