δεκαδύο

  • 1δεκαδύο — και δεκαδύω (AM) δώδεκα …

    Dictionary of Greek

  • 2δεκαδύο — indeclform (numeral) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3μυριάδα — η (ΑΜ μυριάς, Μ και μυριάδα) συν. στον πληθ. οι μυριάδες 1. σύνολο από δέκα χιλιάδες ομοειδείς μονάδες, ο αριθμός 10. 000 («παραλαβέσθαι δραχμῶν ἕκαστον ἀργυρίου δεκαδύο ἥμισυ μυριάδας», Πλούτ.) 2. μεγάλη ποσότητα, πολυάριθμο πλήθος («μυριάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 4παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …

    Dictionary of Greek