δεκαδεύς
1δεκαδεύς — ( έως), ο (Α) [δεκάς] 1. αυτός που ανήκει σε μία δεκαδαρχία 2. ο πρόεδρος δεκαμελούς συμβουλίου …
2δεκαδέων — δεκαδεύς one of a decury masc gen pl δεκαδέω̆ν , δεκαδεύς one of a decury masc gen pl …
3-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …
4δεκαδέας — δεκαδέᾱς , δεκαδεύς one of a decury masc acc pl …