δεκά-μαζος

  • 1μονόμαζος — μονόμαζος, ον (Μ) (για αμαζόνα) αυτή που έχει έναν μόνο μαστό, μονοβύζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαζός «μαστός» (πρβλ. δεκά μαζος)] …

    Dictionary of Greek