δεκάτῃ

  • 101φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …

    Dictionary of Greek

  • 102αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …

    Dictionary of Greek

  • 103Αδριανίς — Η δέκατη τρίτη αττική φυλή, που προστέθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού. Προηγουμένως, είχαν προστεθεί στις δέκα αρχικές φυλές η Πτολεμαΐς και η Ατταλίς, από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Η Α. φυλή περιλάμβανε τους δήμους Βησαέων, Ελαιουσίων …

    Dictionary of Greek

  • 104Αντιοχίς — I Η δέκατη φυλή της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από τον Αντίοχο, γιο του Ηρακλή. O Σωκράτης ανήκε στη φυλή αυτή. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Σέλευκου Α’ και μητέρα του Αντίοχου Α’ (3ος αι. π.Χ.). 2. Κόρη του Αντίοχου του… …

    Dictionary of Greek

  • 105Βαϊκάλη — (Baykal). Λίμνη (30.500 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, στη νότια Σιβηρία. Έχει πολύ στενόμακρο σχήμα με κατεύθυνση από τα ΝΔ στα ΒΑ, μήκος 600 χλμ. και πλάτος που ποικίλλει από 30 έως 100 χλμ. Καταλαμβάνει τον χώρο μιας τεκτονικής τάφρου που… …

    Dictionary of Greek

  • 106Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 107γενίτσαροι — Επίλεκτο σώμα του τουρκικού στρατού κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που η συγκρότησή του στηρίχτηκε στον θεσμό της βίαιης στρατολόγησης νέων χριστιανών. Άλλοτε πίστευαν ότι η δημιουργία του θεσμού αυτού οφείλεται στον σουλτάνο… …

    Dictionary of Greek

  • 108Γκανς, Αμπέλ — (Αbel Gance, Παρίσι 1889 – 1981). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ο Γ., που ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και τη συγγραφή θεατρικών κειμένων (μερικά έργα του παίχτηκαν από τη Σάρα Μπερνάρ στην Κομεντί Φρανσέζ), ασχολήθηκε από το 1909 με… …

    Dictionary of Greek

  • 109Γκατσιούδης, Κώστας — (Διδυμότειχο 1973 –). Αθλητής του ακοντισμού. Ο Γ. είναι ο σημαντικότερος Έλληνας αθλητής στην ιστορία του αγωνίσματος. Μεγάλωσε στο Διδυμότειχο και πριν κλείσει τα 18 του χρόνια είχε ήδη δείξει τις δυνατότητές του (πέμπτος στην παγκόσμια… …

    Dictionary of Greek

  • 110Ελύτης, Οδυσσέας — (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μυτιλήνης, η οποία, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του ποιητή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Ε. φοίτησε στη νομική σχολή του… …

    Dictionary of Greek