δεισιδαιμονίᾳ
1δεισιδαιμονία — δεισιδαιμονίᾱ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc/acc dual δεισιδαιμονίᾱ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2δεισιδαιμονίᾳ — δεισιδαιμονίαι , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc pl δεισιδαιμονίᾱͅ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …
3δεισιδαιμονία — Ο φόβος προς τους δαίμονες (θεούς), η θεοσέβεια· ο φόβος για τις υπερφυσικές δυνάμεις· ο φόβος για τα πονηρά δαιμόνια. Η ύπαρξη δ. είναι συνυφασμένη κυρίως με τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου. Ανάγεται στη συναίσθηση της… …
4δεισιδαιμονία — η φόβος για δαίμονες και υπερφυσικά όντα που προκαλούν κακό στον άνθρωπο: Στις αρχαίες φυλές υπήρχαν πολλές δεισιδαιμονίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δεισιδαιμονίας — δεισιδαιμονίᾱς , δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc pl δεισιδαιμονίᾱς , δεισιδαιμονία fear of the gods fem gen sg (attic doric aeolic) …
6δεισιδαιμονίαι — δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc pl δεισιδαιμονίᾱͅ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …
7δεισιδαιμονίαν — δεισιδαιμονίᾱν , δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc sg (attic doric aeolic) …
8δεισιδαιμονιῶν — δεισιδαιμονία fear of the gods fem gen pl …
9δεισιδαιμονίαις — δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat pl …
10δεισιδαιμονίην — δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc sg (epic ionic) …