δεινότης
1δεινότης — terribleness fem nom sg …
2δεινότησι — δεινότης terribleness fem dat pl …
3δεινότησιν — δεινότης terribleness fem dat pl …
4δεινότητα — δεινότης terribleness fem acc sg …
5δεινότητας — δεινότης terribleness fem acc pl …
6δεινότητες — δεινότης terribleness fem nom/voc pl …
7δεινότητι — δεινότης terribleness fem dat sg …
8δεινότητος — δεινότης terribleness fem gen sg …
9δεινότητ' — δεινότητα , δεινότης terribleness fem acc sg δεινότητι , δεινότης terribleness fem dat sg δεινότητε , δεινότης terribleness fem nom/voc/acc dual …
10δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… …
- 1
- 2