δειμαλέος
1δειμαλέος — δειμαλέος, α, ον (Α) 1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο) 2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)] …
2δειμαλέος — timid masc nom sg …
3δειμαλέον — δειμαλέος timid masc acc sg δειμαλέος timid neut nom/voc/acc sg …
4δειμαλέην — δειμαλέος timid fem acc sg (epic ionic) …
5δειμαλέοι — δειμαλέος timid masc nom/voc pl …
6δειμαλέοισιν — δειμαλέος timid masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7δειμαλέους — δειμαλέος timid masc acc pl …
8δειμαλέων — δειμαλέος timid masc/neut gen pl …
9δειμαλέως — δειμαλέος timid masc acc pl (doric) …
10δειμαλέῳ — δειμαλέος timid masc/neut dat sg …
Страницы
- 1
- 2