δειλιᾶσαι
1δειλιᾶσαι — δειλιάω to be afraid pres ind mp 2nd sg δειλιάω to be afraid pres part act fem nom/voc pl (doric) δειλιάω to be afraid aor inf act (attic doric) …
2δειλιάσαι — δειλιά̱σᾱͅ , δειλιάω to be afraid pres part act fem dat sg (doric) δειλιά̱σαῑ , δειλιάω to be afraid aor opt act 3rd sg (attic doric) …
3φυζάναι — Α (κατά τον Ησύχ.) «φυγεῖν, δειλιάσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το ουσ. φύζα, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος. Πρόκειται πιθ. για απρμφ. ενός αθέματου ενεστ. σε μι *φυζᾱμι, οπότε θα έπρεπε να γραφεί φυζᾶναι, ή για απρμφ. αορ., οπότε θα… …