δειλιᾶς
1Δειλίας — Δειλίᾱς , Δειλίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …
2δειλιᾶς — δειλιᾶ̱ς , δειλιάω to be afraid pres ind act 2nd sg (doric) …
3δειλιᾷς — δειλιάω to be afraid pres subj act 2nd sg δειλιάω to be afraid pres ind act 2nd sg (epic) …
4δειλίας — δειλίᾱς , δειλία timidity fem acc pl δειλίᾱς , δειλία timidity fem gen sg (attic doric aeolic) δειλίᾱς , δειλιάω to be afraid imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
5Δειλίη — Δειλίας masc voc sg (epic ionic) …
6Δειλίην — Δειλίας masc acc sg (epic ionic) …
7Δειλίης — Δειλίας masc nom sg (epic ionic) …
8Δειλίῃ — Δειλίας masc dat sg (epic ionic) …
9θερσιτικός — ή, ό που έχει τα ελαττώματα του Θερσίτη (πρόσωπο της Ιλιάδας, πρότυπο θρασύτητας και δειλίας), που έχει τα γνωρίσματα του θράσους και της δειλίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10Δειλία — Δειλίᾱ , Δειλίας masc voc sg (attic) Δειλίᾱ , Δειλίας masc gen sg (doric aeolic) …