δειλίας ὀφλεῖν

  • 1δειλία — η (AM δειλία) [δειλός] έλλειψη θάρρους, ατολμία αρχ. φρ. «δειλίην ὀφλεῑν», «ἔνοχος δειλίας» το να κατηγορείται κάποιος για ανανδρία …

    Dictionary of Greek