δεικανόωντο
1δεικανόωντο — δεικανάω point out imperf ind mp 3rd pl (epic) …
2δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… …
3δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] …
4παμφανόων — παμφανόων, θηλ. όωσα (Α) αστραφτερός, λαμπερός, ακτινοβόλος («παμφανόων ἠέλιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος τ. μτχ. τού ρ. παμφαίνω (πρβλ. ἰσχανάᾳς, δεικανόωντο) για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …
5δεικανόωντ' — δεικανόωντα , δεικανάω point out pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) δεικανόωντα , δεικανάω point out pres part act masc acc sg (epic) δεικανόωντι , δεικανάω point out pres part act masc/neut dat sg (epic) δεικανόωντε , δεικανάω point out… …
6dek̂-1 — dek̂ 1 English meaning: to take, *offer a sacrifice, observe a custom Deutsche Übersetzung: “nehmen, aufnehmen”, daher “begrũßen, Ehre erweisen”. Aus the meaning “annehmen, gern aufnehmen” fließt die meaning “gut passend, geeignet,… …