δειγμᾰτίζω
1δειγματίζω — (AM δειγματίζω) [δείγμα] χρησιμοποιώ δείγμα από εμπόρευμα για να τό δοκιμάσει ή να τό ελέγξει ο αγοραστής μσν. δείχνω («διὰ τῆς χειρὸς δειγματίσας τοῡτον») αρχ. προβάλλω κάποιον ως παράδειγμα …
2δειγματίσῃ — δειγματίζω make a show of aor subj mid 2nd sg δειγματίζω make a show of aor subj act 3rd sg δειγματίζω make a show of fut ind mid 2nd sg …
3δειγματίζει — δειγματίζω make a show of pres ind mp 2nd sg δειγματίζω make a show of pres ind act 3rd sg …
4δειγματίσαι — δειγματίζω make a show of aor inf act δειγματίσαῑ , δειγματίζω make a show of aor opt act 3rd sg …
5δειγμάτιζε — δειγματίζω make a show of pres imperat act 2nd sg δειγματίζω make a show of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
6δεδειγμάτιστο — δειγματίζω make a show of plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
7δειγματισθεῖσαν — δειγματίζω make a show of aor part pass fem acc sg …
8δειγματισθείην — δειγματίζω make a show of aor opt pass 1st sg …
9δειγματισθῇ — δειγματίζω make a show of aor subj pass 3rd sg …
10δειγματισθέν — δειγματίζω make a show of aor part pass neut nom/voc/acc sg …