δείλετο ἠέλιος

  • 1δείλομαι — (I) δείλομαι (Α) φρ. «δείλετο τ ἠέλιος» κι ο ήλιος έγερνε στη δύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δείλομαι, τού οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το δείλετο (απαντά στην Οδύσσεια), είναι μετονοματικό παράγωγο τού δείλη* (για τον σχηματισμό πρβλ. και θέρμετο… …

    Dictionary of Greek