δαύχνα
1δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …
2Δαυχναφόριος — Δαυχναφόριος, ο (Α) πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακή λ. < *δαύχνα (παράλληλος τ. τού δάφνη*, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + φόριος < φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)] …
3δαυχνοφόρος — δαυχνοφόρος, ον (Α) ο δαφνοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαύχνα, παράλληλος τ. τού δάφνη* που απαντά μόνο σε σύνθετα, + φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)] …
4augh-, ugh- — augh , ugh English meaning: nape Deutsche Übersetzung: “Genick” Material: Charpentier KZ. 46, 42 places together O.Ind. uṣṇíhü f. “ neck “ (only pl.) and Gk. αὐχήν “ nape, throat, straits “. In uṣṇíhü before lies diminutive… …