δαφνηφόρος
1δαφνηφόρος — bay bearing masc/fem nom sg …
2δαφνηφόρος — ον βλ. δαφνοφόρος …
3δαφνηφόροι — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem nom/voc pl …
4δαφνηφόροιο — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem/neut gen sg (epic) …
5δαφνηφόροις — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem/neut dat pl …
6δαφνηφόρους — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem acc pl …
7δαφνηφόρῳ — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem/neut dat sg …
8ДАФНЕФОРИИ — • Δαφνηφόρια, τα, праздник в честь Аполлона, совершавшийся в Дельфах, в Темпейской долине и в Беотии, в память его очищения после убиения им Пифона (см. Delphicum oraculum, Дельфийский оракул). В Фивах этот праздник совершался через… …
9-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …
10δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …
- 1
- 2