δασ-όφρυς

  • 1κυανόφρυς — κυανόφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] …

    Dictionary of Greek

  • 2λασιόφρυς — λασιόφρυς, υ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + ὀφρῡς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] …

    Dictionary of Greek