δασύτης
1δασύτης — roughness fem nom sg …
2δασύτησι — δασύτης roughness fem dat pl …
3δασύτησιν — δασύτης roughness fem dat pl …
4δασύτητα — δασύτης roughness fem acc sg …
5δασύτητας — δασύτης roughness fem acc pl …
6δασύτητι — δασύτης roughness fem dat sg …
7δασύτητος — δασύτης roughness fem gen sg …
8δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …
9δασύτητα — η (AM δασύτης) [δασύς] 1. η πυκνότητα 2. το να έχει κανείς πυκνές τρίχες 3. η προφορά φθόγγου με δασύ πνεύμα νεοελλ. φρ. «δασύτητα πυρίτιδας» το ειδικό βάρος τής πυρίτιδας …
10ԹԱՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0800 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 13c գ. δασύτης densitas, pilositas, et aspiratio vocis Հոծութիւն կամ թանձրութիւն տերեւոց, մազից, գիսոց. եւ Հաստութիւն հնչման, տառից. ... *Վասն թաւութեան զնոյնս պարտ էր կարգել ʼի գրի …