1δασυσμός — δασυσμός, ο (Α) [δασύνω] φρ. «δασυσμοὶ φωνῆς» τραχύτητα, βραχνάδα …
Dictionary of Greek
2δασυσμούς — δασυσμός making rough masc acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)