1δασυντής — δασυντής, ο (AM) [δασύνω] αυτός που δασύνει συχνά τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί δασέα σύμφωνα αντί για ψιλά («δασυνταὶ γὰρ οἱ Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες») …
Dictionary of Greek
2δασυνταί — δασυντής fond of the aspirate masc nom/voc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)