δαπάνημα

  • 11υπερδαπάνημα — ήματος, τὸ, Α [δαπάνημα] υπέρβαση δαπάνης, δαπάνη μεγαλύτερη από εκείνην που είχε προβλεφθεί αρχικά …

    Dictionary of Greek