δαπαν-άω

  • 1ηπατηρός — ἡπατηρός, ά, όν (Μ) ηπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. αιματ ηρός, δαπαν ηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 2μάτρυλλα — μάτρυλλα, ἡ (Α) η μαστροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάτρυλλα είναι υποκορ. με μειωτική σημ. < μήτηρ* + κατάλ. υλλα (πρβλ. δαπάν υλλα, χόνδρ υλλα)] …

    Dictionary of Greek