δανειστής
1δανειστής — money lender masc nom sg …
2δανειστής — ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) [δανείζω] αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο αρχ. εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα …
3δανειστής — ο θηλ. ρια αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο ή ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους ενός δανείου: Ο δανειστής μου είναι η Εθνική τράπεζα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δανεισταῖς — δανειστής money lender masc dat pl …
5δανεισταί — δανειστής money lender masc nom/voc pl …
6δανειστοῦ — δανειστής money lender masc gen sg …
7δανειστῇ — δανειστής money lender masc dat sg (attic epic ionic) …
8δανειστήν — δανειστής money lender masc acc sg (attic epic ionic) …
9δανειστῶν — δανειστής money lender masc gen pl …
10δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …