δανεισμός
1δανεισμός — money lending masc nom sg …
2δανεισμός — ο (AM δανεισμός) [δανείζω] το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα αρχ. η ανταπόδοση («αἷμα δ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε») …
3δανεισμός — ο το να δανείζει ή να δανείζεται κανείς: Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι αναπόφευκτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δανεισμοῖς — δανεισμός money lending masc dat pl …
5δανεισμοί — δανεισμός money lending masc nom/voc pl …
6δανεισμοῦ — δανεισμός money lending masc gen sg …
7δανεισμούς — δανεισμός money lending masc acc pl …
8δανεισμῶν — δανεισμός money lending masc gen pl …
9δανεισμῷ — δανεισμός money lending masc dat sg …
10δανεισμόν — δανεισμός money lending masc acc sg …