δακτυλήθρα
1δακτυλήθρα — δακτυλήθρᾱ , δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc/acc dual δακτυλήθρᾱ , δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2δακτυλήθρᾳ — δακτυλήθρᾱͅ , δακτυλήθρα finger sheath fem dat sg (attic doric aeolic) …
3δακτυλήθρα — η βλ. δαχτυλήθρα …
4δακτυλήθρα — η βλ. δαχτυλήθρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δακτυλήθρας — δακτυλήθρᾱς , δακτυλήθρα finger sheath fem acc pl δακτυλήθρᾱς , δακτυλήθρα finger sheath fem gen sg (attic doric aeolic) …
6δακτυλήθραν — δακτυλήθρᾱν , δακτυλήθρα finger sheath fem acc sg (attic doric aeolic) …
7δακτυλῆθραι — δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc pl …
8-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …
9δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …
10δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… …
- 1
- 2