δακτυλεύς

  • 1δακτυλεύς — δακτυλεύς, ο (Α) θαλασσινό ψάρι, είδος κεστρέως σφυρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία τού ψαριού οφείλεται στο ιδιαίτερα λεπτό του σχήμα] …

    Dictionary of Greek

  • 2δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …

    Dictionary of Greek