δακτυλίου

  • 71κονδυλώματα — Μορφή καλοήθους όγκου των επιθηλίων. Έχουν σχήμα στρογγυλής περιγεγραμμένης προεξοχής και μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Προκαλούνται από τον ιό των κ. (HPV) και εμφανίζονται συνήθως στα γεννητικά όργανα, στην περιοχή γύρω από αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 72Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… …

    Dictionary of Greek

  • 73σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …

    Dictionary of Greek

  • 74Στίλε, Χανς — (Stille). Γερμανός γεωλόγος (1876 – 1966). Σπούδασε στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή του Αννόβερου και στο πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν. Διετέλεσε καθηγητής της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής του Ανόβερου, του Ινστιτούτου της Λιψίας, του Γκέτιγκεν και του… …

    Dictionary of Greek

  • 75Χάρντινγκ, Καρλ - Λούντβιχ — (Harding, 1765 – 1834). Γερμανός αστρονόμος. Διετέλεσε καθηγητής του πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν. Ως διευθυντής του αστεροσκοπείου του Λίλιενταλ παρατήρησε στις 4 Ιανουαρίου 1803 την επανεμφάνιση του δακτυλίου του Κρόνου και την 1η Σεπτεμβρίου… …

    Dictionary of Greek

  • 76Χουκ, Ρόμπερτ — (Hooke, Νήσος του Ουάιτ 1635 – Λονδίνο 1703). Άγγλος επιστήμονας. Σπούδασε στην Οξφόρδη όπου έγινε βοηθός του Μπόιλ. Εργάστηκε ως ερευνητής στη Βασιλική Εταιρεία και ονομάστηκε γραμματέας της. Τέλος, του ανέθεσαν την έδρα της γεωμετρίας στο… …

    Dictionary of Greek

  • 77δακτυλιωτός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από δακτυλίους. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος σε σχήμα δακτυλίου: Ο κήπος αποτελείται από δακτυλιωτά παρτέρια …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)