δακτυλίου

  • 61αεροδυναμική σήραγγα — Εγκατάσταση μέσα στην οποία μελετώνται τα φαινόμενα που συνδέονται με τη σχετική κίνηση ενός ρεύματος αέρα σε σχέση με αεροπλάνα, αυτοκίνητα, αμαξοστοιχίες, γέφυρες, κτίρια, πυραύλους και βλήματα. Για να αποφευχθεί η κατασκευή υπερβολικά ογκωδών… …

    Dictionary of Greek

  • 62αιμορροΐδες — Κιρσοειδείς διευρύνσεις των αιμορροϊδικών φλεβών. Είναι συχνή πάθηση στα ενήλικα άτομα. Παλαιότερα διαιρούσαν τις α. σε εσωτερικές (που προέρχονται από το εσωτερικό αιμορροϊδικό πλέγμα και είναι σκεπασμένες με βλεννογόνο) και σε εξωτερικές (που… …

    Dictionary of Greek

  • 63αλβουμίνες — Ομάδα απλών πρωτεϊνών, με ουδέτερο ή ασθενώς όξινο χαρακτήρα. Οι α. αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο, άζωτο και θείο (μέχρι 2%) και περιέχουν σχεδόν όλα τα αμινοξέα, τα οποία μπορούν να ληφθούν με φυραματική διάσπαση ή όξινη υδρόλυση. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 64Βαν ντερ Μέερ, Σιμόν — (Simon Van Der Meer,Χάγη 1925 –). Ολλανδός μηχανικός. Εξαιτίας της γερμανικής κατοχής και της αναστολής λειτουργίας των ολλανδικών πανεπιστημίων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του το 1945, σε ηλικία είκοσι ετών …

    Dictionary of Greek

  • 65βήτατρο —  Τύπος επιταχυντή κατάλληλος να προσδίδει υψηλές ενέργειες στα ηλεκτρόνια, τα οποία επιταχύνονται ώσπου να φτάσουν ταχύτητες αρκετά κοντά στην ταχύτητα του φωτός, παρόμοιες με τις ταχύτητες των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται στη φύση από τις ουσίες… …

    Dictionary of Greek

  • 66Γκάλε, Γιόχαν Γκότφριντ — (Johann Gottfried Galle, Παπστχάους, Βυρτεμβέργη 1812 – Πότσνταμ 1910). Γερμανός αστρονόμος. Εργάστηκε αρχικά στο αστεροσκοπείο του Βερολίνου και το διάστημα 1851 97 διηύθυνε το αστεροσκοπείο του Μπρέσλαου. Το 1839 ανακάλυψε τρεις νέους κομήτες.… …

    Dictionary of Greek

  • 67δακτυλιοειδής γαλαξίας — (Αστρον.).Ένας πολύ σπάνιος τύπος γαλαξία που έχει τη μορφή ελλειπτικού δακτυλίου είτε με έναν ευμεγέθη πυρήνα, συχνά μετατοπισμένο από το κέντρο του, είτε χωρίς ύλη που ακτινοβολεί στο εσωτερικό του. Σε πολλές περιπτώσεις τον δ.γ. συνοδεύει ένας …

    Dictionary of Greek

  • 68διοξάνιο — Κορεσμένη κυκλική ένωση αιθερικού τύπου, στην οποία τα δύο άτομα οξυγόνου βρίσκονται στις θέσεις 1, 4 του δακτυλίου: ΟCH2CH2OCH2CH2. Παρασκευάζεται βιομηχανικά από την αιθυλενογλυκόζη ή το αιθυλενοξείδιο. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή αιθέρα, λίγο… …

    Dictionary of Greek

  • 69Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …

    Dictionary of Greek

  • 70Κεκιλέ φον Στράντονιτς, Φρίντριχ Άουγκουστ — (Friedrich August Kekulé von Stradonitz, Ντάρμστατ 1829 – Βόνη 1896). Γερμανός χημικός. Υπήρξε μαθητής του Λίμπιχ. Εργάστηκε στα εργαστήρια του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, όπου έγινε βοηθός και αργότερα καθηγητής της χημείας. Από το 1858 έως… …

    Dictionary of Greek